- κυτταροτρόπος
- -ο1. βιολ. (για ουσίες) αυτός που έχει την ιδιότητα να ελκύεται από τα κύτταρα στα οποία και προσκολλάται2. φρ. (βιολ. -φαρμ.) «κυτταροτρόπο φάρμακο» — χημειοθεραπευτικός παράγοντας που στερεώνεται σε ορισμένες ουσίες τού οργανισμού και όχι στα μικροβιακά του παράσιτα, όπως είναι λ.χ. η στρυχνίνη, η μορφίνη κ.ά.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ελληνογενούς ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. cytotrope < cyt(o)- (βλ. κυτταρο-) + trope < τρόπος].
Dictionary of Greek. 2013.